- καστανόχωμα
- τοφυτογή που σχηματίζεται στις ρίζες των καστανιών: Αγόρασε καστανόχωμα για τα λουλούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καστανόχωμα — το χώμα που σχηματίζεται κοντά στις ρίζες τών καστανιών από τα φύλλα τους που πέφτουν στη γη και σαπίζουν και το οποίο είναι χρήσιμο στην ανθοκομία («καστανόχωμα για τα λουλούδια») … Dictionary of Greek
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
κτενοφόρος — (Ctenophorus). Γένος διπτέρων εντόμων της υπόταξης των νηματοκέρων, της οικογένειας των τιπουλιδών. Πρόκειται για έντομα με καστανό ή μαύρο χρώμα σώματος και κίτρινα στίγματα. Η προνύμφη τους μεγαλώνει σε χώμα δέντρων και ιδιαίτερα σε καστανόχωμα … Dictionary of Greek